- καταπαυστήριον
- καταπαυστήριονmeans of putting to restneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταπαυστήριον — καταπαυστήριον, τὸ (Α) (ιδίως για ψυχική ταραχή) το μέσο ή το όργανο που χρησιμοποιείται για κατάπαυση ή γαλήνευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + παυστήριον (ουδ. τού παυστήριος < παυστήρ < παύω)] … Dictionary of Greek
καταπαυστήρια — καταπαυστήριον means of putting to rest neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)